Η κλιματική κρίση προ των πυλών: Bαρύ το κόστος για τον πλανήτη και την Ελλάδα

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης ημέρας των εργασιών των «Διαλόγων της Νισύρου», ο Χρήστος Ζερεφός, Γενικός Γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών και επίσημος εκπρόσωπος της χώρας μας για θέματα που σχετίζονται με το κλίμα, προειδοποίησε για τις καταστροφικές συνέπειες της ανεξέλεγκτης πορείας της κλιματικής αλλαγής. Οι δηλώσεις του είχαν έντονο χαρακτήρα ανησυχίας, τονίζοντας ότι η επόμενη δεκαετία θα είναι καθοριστική για την επιβίωση της ανθρωπότητας, εάν δεν υπάρξει ριζική πολιτική κινητοποίηση.

Μεταβολή στις ενεργειακές ανάγκες

Ο κ. Ζερεφός επισήμανε πως, λόγω της συνεχούς ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη, οι ανάγκες σε ενέργεια έχουν ήδη μετατοπιστεί σημαντικά. Ενώ παλαιότερα η μέγιστη ζήτηση εμφανιζόταν τον χειμώνα, πλέον οι θερινοί μήνες επιβαρύνουν σε μεγαλύτερο βαθμό το ενεργειακό ισοζύγιο. Αυτό αποτελεί ένα σαφές δείγμα των αλλαγών που επιφέρει η υπερθέρμανση του πλανήτη στη ζωή των πολιτών και στην οργάνωση των κοινωνιών.

Ανησυχητικές θερμοκρασιακές τάσεις

Η θερμοκρασιακή αύξηση των τελευταίων δεκαετιών ξεπερνά τα προβλεπόμενα όρια. Κατά τον κ. Ζερεφό, τα καλοκαίρια παρουσιάζουν πλέον σταθερή υπέρβαση των 2,5°C σε σχέση με τις προ-βιομηχανικές τιμές, ενώ Ιούλιο και Αύγουστο παρατηρείται άνοδος άνω των 3°C. Αυτό βρίσκεται σε άμεση αντίθεση με τις προβλέψεις της Συμφωνίας του Παρισιού, η οποία θέτει ως όριο τον 1,5°C.

Το οικονομικό βάρος της αδράνειας

Αν δεν υιοθετηθούν αποτελεσματικές πολιτικές περιορισμού των εκπομπών και προσαρμογής στις νέες συνθήκες, το κόστος της κλιματικής αλλαγής θα αγγίξει αστρονομικά επίπεδα. Η Ελλάδα ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπη με ζημιές που θα κοστίσουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο το κόστος μπορεί να ξεπεράσει τα 130 τρισεκατομμύρια δολάρια — πολλαπλάσια από εκείνο της πανδημίας του Covid-19, η οποία κόστισε μεταξύ 1 και 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η μετάβαση στις ΑΠΕ ως επιτακτική ανάγκη

Ο κ. Ζερεφός υπογράμμισε την ανάγκη για πλήρη αναδιάρθρωση του ενεργειακού μείγματος της Ευρώπης. Μέχρι το 2030, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις του Παρισιού, θα πρέπει το 80% της ενέργειας να προέρχεται από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), αντικαθιστώντας τα ορυκτά καύσιμα. Ο στόχος για πλήρη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα τοποθετείται χρονικά στο 2050.

Ωστόσο, η επίτευξη αυτών των στόχων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την τεχνολογική πρόοδο και τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Ο κ. Ζερεφός ανέφερε χαρακτηριστικά την εξάρτηση της Ευρώπης από την Κίνα για τις σπάνιες γαίες, κρίσιμες για την παραγωγή σύγχρονου ενεργειακού εξοπλισμού.

Ενεργειακή ασφάλεια και γεωπολιτική

Ο Γιάννης Παπαμικρουλέας, στέλεχος της ΔΕΠΑ Εμπορίας, εστίασε στην ανάγκη για σταθερότητα και ασφάλεια στον ενεργειακό εφοδιασμό. Υπενθύμισε την κρίση της περιόδου 2021-2022, όταν η χώρα κατάφερε, μέσω θεσμικών παρεμβάσεων και εμπορικών κινήσεων, να εξασφαλίσει επάρκεια σε φυσικό αέριο παρά τον παγκόσμιο ανταγωνισμό για φορτία LNG.

Η ενεργειακή μετάβαση, κατά τον ίδιο, δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένη αν δεν είναι κοινωνικά δίκαιη και οικονομικά εφαρμόσιμη.

Ορθολογική αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων

Ο πρύτανης του ΕΜΠ, Ιωάννης Χατζηγεωργίου, επεσήμανε ότι η έμφαση δεν πρέπει να δίνεται απλώς στην ύπαρξη φυσικών πόρων, αλλά στην ορθή και βιώσιμη διαχείρισή τους. Η Ελλάδα διαθέτει πλούσιες ενεργειακές δυνατότητες, τόσο σε συμβατικές όσο και σε ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, ωστόσο η αξιοποίησή τους πρέπει να γίνεται με τεχνοοικονομική ωριμότητα και όχι βάσει πρόχειρων στρατηγικών.

Η σημασία του ρεαλισμού στην πολιτική για την ενέργεια

Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Μαθιουδάκης τόνισε ότι η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ερήμην της ανάγκης για ενεργειακή επάρκεια. Σημείωσε ότι σήμερα το 50% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης στην Ελλάδα βασίζεται στο πετρέλαιο, ενώ η παραγωγή ηλεκτρισμού μέσω ΑΠΕ δεν μπορεί ακόμη να καλύψει πλήρως τη ζήτηση χωρίς τη συμβολή των λιγνιτικών μονάδων.

Κατά την άποψή του, η πρόωρη παύση λειτουργίας της μονάδας της Πτολεμαΐδας αποτελεί ένα παράδειγμα υπερβολικής φιλοπεριβαλλοντικής πολιτικής που δεν λαμβάνει υπόψη τη διεθνή πραγματικότητα. Ανέφερε μάλιστα ότι την ώρα που η Ελλάδα κλείνει νέες λιγνιτικές μονάδες, η Κίνα και η Ινδία εγκρίνουν εκατοντάδες αντίστοιχες κάθε χρόνο.